- Ἀριστοτελικοῦ
- Ἀριστοτελικόςfollowmasc/neut gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Ελλάδα - Θέατρο — ΑΡΧΑΙΑ ΤΡΑΓΩΔΙΑ Ένας λαός που έχει έξι πτώσεις και κλίνει τα ρήματά του με χίλιους τρόπους, έχει μια πλήρη, συλλογική και υπερχειλίζουσα ψυχή. Αυτός ο λαός, που δημιούργησε μια τέτοια γλώσσα, χάρισε τον πλούτο της ψυχής του σε όλο το… … Dictionary of Greek
αναγέννηση — I Χρονική περίοδος της ευρωπαϊκής ιστορίας, που ακολουθεί τον Μεσαίωνα.Με τον όρο Α. (ιταλ. Rinascimento, Rinascita Rinascenza,γαλλ. Renaisance), σε αντιδιαστολή προς τον Μεσαίωνα που θεωρείται περίοδος βαρβαρότητας, χαρακτηρίζεται ένα… … Dictionary of Greek
γνώση — I Η δυνατότητα να αποδίδουμε σε ένα αντικείμενο τα πραγματικά χαρακτηριστικά του. Το αντικείμενο της γ. μπορεί να είναι ένα ιστορικό γεγονός, ένα συμβάν που μπορεί να επαναληφθεί, μια αφηρημένη έννοια, ένα συναίσθημα, μια αξία κλπ. Αυτό που του… … Dictionary of Greek
επιστήμη — Ένα σύνολο γνώσεων με αντικειμενικό κύρος. Ως γνώση ορίζεται η δυνατότητα διάκρισης των αντικειμένων στα οποία αποδίδονται τα ίδια χαρακτηριστικά μέσα σε ένα ορισμένο σύνολο. Αυτό το σύνολο μπορεί να είναι σχετικό με ειδικές καταστάσεις σε μία… … Dictionary of Greek
σχολαστικισμός — Οι πρώτες απόπειρες πραγματικής φιλοσοφικοθρησκευτικής έρευνας στη Δύση, μετά την πτώση του αρχαίου πολιτισμού, έγιναν μόλις κατά τον 9o αι., μέσα στα πλαίσια της καρολίγγειας αναγέννησης. Ο σημαντικότερος πνευματικός καρπός της περιόδου αυτής… … Dictionary of Greek
Έρενφελς, Κρίστιαν φον- — (Kristian von Ehrenfels,Ροντάου, Κάτω Αυστρία 1859 – 1932). Γερμανός φιλόσοφος και ψυχολόγος. Ήταν μαθητής του διάσημου Αυστριακού αριστοτελικού φιλοσόφου Φραντς Μπρεντάνο. Διετέλεσε αρχικά καθηγητής της φιλοσοφίας στο πανεπιστήμιο της Βιέννης… … Dictionary of Greek
Μεγάλη του Γένους Σχολή — Σημαντικό εκπαιδευτικό ίδρυμα της Κωνσταντινούπολης, το οποίο παρείχε ανώτερη εκπαίδευση και λειτουργούσε υπό την αιγίδα του Οικουμενικού Πατριαρχείου. Η πρώτη ρητή μνεία πατριαρχικού σχολείου ανάγεται στα μέσα του 16ου αι. Τότε ο πατριάρχης… … Dictionary of Greek
Όκαμ, Γουλιέλμος του- — (William of Ockham, ‘Οκαμ, Σάρεΰ περ. 1290 – περ. 1350). Άγγλος φιλόσοφος και θεολόγος. Φραγκισκανός μοναχός, σπούδασε στην Οξφόρδη, όπου, από το 1318 έως το 1324, έγραψε τα περισσότερα θεολογικά και φιλοσοφικά συγγράματά του (Super artem veterem … Dictionary of Greek
Στιλιάνι, Τομάτσο — (Stigliani). Ιταλός ποιητής και κριτικός (Ματέρα 1573 – Ρώμη 1651). Από φτωχότατη οικογένεια πήγε στη Νάπολη, όπου γνωρίστηκε με τον Μαρίνο κι ύστερα στο Μιλάνο που δημοσίευσε το βουκολικό ποίημα Πολύφημος (1600) και στη Βενετία το ποίημα Στροφές … Dictionary of Greek
Φαραμπί, Αμπού Νασρ Μουχαμάντ αλ- — (Ουασίγκ, Τουρκεστάν περ. 870 – Δαμασκός 950). Τουρκομουσουλμάνος φιλόσοφος, μαθηματικός και γιατρός. Δίδαξε και έδρασε στη Βαγδάτη, στο Χαλέπι και στη Δαμασκό. Ο αλ Φ., στον οποίο οφείλεται η πρώτη οργανική διατύπωση της ισλαμικής φιλοσοφίας,… … Dictionary of Greek